- καρδιόσπασμος
- οιατρ. σπασμός τού σφιγκτήρα τού καρδιακού στομίου τού οισοφάγου, που προκαλεί δυσχέρεια ή και αδυναμία διόδου τών τροφών από τον οισοφάγο στο στομάχι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiospasm < cardio- (πρβλ. καρδι(ο)-* + -spasm (πρβλ. σπασμός)].
Dictionary of Greek. 2013.